μηνιαίος

μηνιαίος
-α, -ο
αυτός που γίνεται κάθε μήνα ή διαρκεί ένα μήνα: Μηνιαίο εισόδημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μηνιαῖος — monthly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιαίος — α, ο (ΑΜ μηνιαῑος, α, ον, Α θηλ. και μηνιαῑος) [μήν] 1. αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μήνα (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», Στράβ.) 2. αυτός που διαρκεί έναν μήνα ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν μήνα («μηνιαία… …   Dictionary of Greek

  • μηνιαῖον — μηνιαῖος monthly masc acc sg μηνιαῖος monthly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιαῖα — μηνιαῖος monthly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιαῖαι — μηνιαῖος monthly fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιαῖοι — μηνιαῖος monthly masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμηνιακός — ή, όν, Α μηνιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηνιακός «μηνιαίος» (< μήν, μηνός «μήνας»)] …   Dictionary of Greek

  • μηνιαία — μηνιαί̱ᾱ , μηνιαῖος monthly fem nom/voc/acc dual μηνιαί̱ᾱ , μηνιαῖος monthly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιαίας — μηνιαί̱ᾱς , μηνιαῖος monthly fem acc pl μηνιαί̱ᾱς , μηνιαῖος monthly fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιαίων — μηνιαί̱ων , μηνιαῖος monthly fem gen pl μηνιαί̱ων , μηνιαῖος monthly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”